Oxford Spanish Dictionary
umbrella <pl umbrellas> [αμερικ ˌəmˈbrɛlə, βρετ ʌmˈbrɛlə] ΟΥΣ
nuclear [αμερικ ˈn(j)ukliər, βρετ ˈnjuːklɪə] ΕΠΊΘ
1. nuclear fission/fusion:
2. nuclear (nuclear-powered):
στο λεξικό PONS
umbrella [ʌm·ˈbrel·ə] ΟΥΣ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
