Oxford Spanish Dictionary
greasy <greasier greasiest> [αμερικ ˈɡrisi, ˈɡrizi, βρετ ˈɡriːsi, ˈɡriːzi] ΕΠΊΘ
1.1. greasy (soiled):
2. greasy (unctuous) οικ:
- greasy person/smile
-
στο λεξικό PONS
greasy <-ier, -iest> [ˈgri:si] ΕΠΊΘ
- greasy
- grasiento(-a)
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.