Oxford Spanish Dictionary
fearful [αμερικ ˈfɪrfəl, βρετ ˈfɪəfʊl, ˈfɪəf(ə)l] ΕΠΊΘ
1.1. fearful (frightening):
- fearful monster/apparition
-
1.2. fearful (dreadful) οικ:
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.