Oxford Spanish Dictionary
equity [αμερικ ˈɛkwədi, βρετ ˈɛkwɪti] ΟΥΣ
1. equity U (fairness):
- equity τυπικ
-
2.1. equity U (shareholders' interest in company):
- equity ΕΜΠΌΡ, ΧΡΗΜΑΤΙΣΤ
-
2.2. equity U (residual worth):
- equity ΕΜΠΌΡ, ΧΡΗΜΑΤΙΣΤ
-
2.3. equity <equities, pl > (shares):
στο λεξικό PONS
equity <-ies> [ˈekwəti, αμερικ -t̬i] ΟΥΣ χωρίς πλ
1. equity (fairness):
- equity
- equidad θηλ
2. equity pl βρετ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤ:
- equity
-
-
- equity
employment equity ΟΥΣ καναδ
- employment equity
-
home-equity loan ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤ
-
- equity
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.