Oxford Spanish Dictionary
drowsy <drowsier drowsiest> [αμερικ ˈdraʊzi, βρετ ˈdraʊzi] ΕΠΊΘ
1. drowsy (sleepy):
2. drowsy (peaceful, inactive):
- drowsy atmosphere/afternoon
-
- drowsy atmosphere/afternoon
-
στο λεξικό PONS
drowsy <-ier, -iest> [ˈdraʊzi] ΕΠΊΘ
- drowsy
- soñoliento, -a
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.