Oxford Spanish Dictionary
collective noun ΟΥΣ ΓΛΩΣΣ
- collective noun/suffix
-
I. collective [αμερικ kəˈlɛktɪv, βρετ kəˈlɛktɪv] ΕΠΊΘ usu προσδιορ
1. collective (shared):
2. collective (aggregated):
3. collective ΓΛΩΣΣ:
- collective noun/suffix
-
II. collective [αμερικ kəˈlɛktɪv, βρετ kəˈlɛktɪv] ΟΥΣ
1. collective ΟΙΚΟΝ:
-
- colectivo αρσ
2. collective ΓΛΩΣΣ:
noun [αμερικ naʊn, βρετ naʊn] ΟΥΣ
-
- sustantivo αρσ
στο λεξικό PONS
collective noun ΟΥΣ
I. collective [kəˈlektɪv] ΕΠΊΘ
II. collective [kəˈlektɪv] ΟΥΣ
-
- colectivo αρσ
collective noun ΟΥΣ
I. collective [kə·ˈlek·tɪv] ΕΠΊΘ
II. collective [kə·ˈlek·tɪv] ΟΥΣ
-
- colectivo αρσ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.