Oxford Spanish Dictionary
 
  
  
  
 -  
-  actively
στο λεξικό PONS
 
  
 actively ΕΠΊΡΡ
1. actively (lively):
-  actively
-  
2. actively (energetically):
-  actively
-  
 
  
 -  
-  actively
 
  
 actively ΕΠΊΡΡ
1. actively (in a lively manner):
-  actively
-  
2. actively (energetically):
-  actively
-  
 
  
 -  
-  actively
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
