Oxford Spanish Dictionary
adviser, advisor [αμερικ ədˈvaɪzər, βρετ ədˈvʌɪzə] ΟΥΣ
I. academic [αμερικ ˌækəˈdɛmɪk, βρετ akəˈdɛmɪk] ΕΠΊΘ
1.1. academic (in higher education):
1.2. academic (scholarly):
στο λεξικό PONS
I. academic [ˌækəˈdemɪk] ΕΠΊΘ
I. academic [ˌæk·ə·ˈdem·ɪk] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- abyss
- Abyssinia
- a c
- AC
- ACA
- academic adviser
- academically
- academicals
- academic board
- academic freedom
- academic gown