Oxford Spanish Dictionary
vulgar [αμερικ ˈvəlɡər, βρετ ˈvʌlɡə] ΕΠΊΘ
1.1. vulgar (ill-mannered, coarse):
1.2. vulgar (tasteless):
στο λεξικό PONS
- chabacano (-a)
- vulgar
-
- vulgar
- siútico (-a)
- vulgar
-
- vulgar
- grosero (-a)
- vulgar
- vulgar
- vulgar
- arrabalero (-a)
- vulgar
- arrabalero (-a)
- vulgar person
-
- vulgar
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.