Oxford Spanish Dictionary
secretary <pl secretaries> [αμερικ ˈsɛkrəˌtɛri, βρετ ˈsɛkrɪt(ə)ri] ΟΥΣ
1. secretary (in office, of committee, of society):
treasury <pl treasuries> [αμερικ ˈtrɛʒ(ə)ri, βρετ ˈtrɛʒ(ə)ri] ΟΥΣ
1.2. treasury:
στο λεξικό PONS
secretary <-ies> [ˈsekrətəri, αμερικ -rəteri] ΟΥΣ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- treasure chest
- treasure house
- treasure hunt
- treasurer
- treasure trove
- Treasury Secretary
- treat
- treatable
- treatise
- treatment
- treat of