I. wool·ly, αμερικ wooly [ˈwʊli] ΕΠΊΘ αμετάβλ
1. woolly (made of wool):
wool·ly-ˈmind·ed ΕΠΊΘ μειωτ
-
- wirrköpfig μειωτ
wool·ly-ˈhead·ed ΕΠΊΘ μειωτ
-
- wirrköpfig μειωτ
wool·ly louse·wort ΟΥΣ ΒΟΤ
woolly rhinoceros ΟΥΣ
-
- Wollnashorn ουδ
-
- woollies πλ οικ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.