στο λεξικό PONS
I. ˈwind·fall ΟΥΣ
II. ˈwind·fall ΟΥΣ modifier
windfall (profits):
in·fla·tion [ɪnˈfleɪʃən] ΟΥΣ no pl
inflation ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
windfall inflation ΟΥΣ ΚΡΆΤΟς
inflation ΟΥΣ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- wind cone
- wind direction
- wind dispersal
- wind-dispersed
- wind down
- windfall inflation
- wind farm
- wind force
- wind gauge
- wind generator
- Windhoek