στο λεξικό PONS
II. ˈwind·fall ΟΥΣ modifier
windfall (profits):
- windfall
-
- windfall tax
-
- an unexpected windfall
-
-
- windfall
-
- windfall tax
- unerwarteter Gewinn ΕΜΠΌΡ
- windfall [profit]
-
- windfall [profit]
- Geldsegen (unerwartet a.)
- windfall
-
- windfall profits
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.