στο λεξικό PONS
theo·reti·cal [θɪəˈretɪkəl, αμερικ ˌθi:əˈret̬-] ΕΠΊΘ
theo·ret·ic [θɪəˈretɪk, αμερικ ˌθi:əˈret̬-] ΕΠΊΘ
theoretic → theoretical
theo·reti·cal [θɪəˈretɪkəl, αμερικ ˌθi:əˈret̬-] ΕΠΊΘ
theo·reti·cal·ly [θɪəˈretɪkəli, αμερικ ˌθi:əˈret̬-] ΕΠΊΡΡ
theo·reti·cian [ˌθɪərəˈtɪʃən, αμερικ ˌθi:ərəˈ-] ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
theoretical option price ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
-
- theoretischer Optionspreis αρσ
investment-theoretical ΕΠΊΘ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
capital theoretical ΕΠΊΘ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
theoretical leverage ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
-
- theoretischer Hebel αρσ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.