στο λεξικό PONS
sedi·ment trap ΟΥΣ ΓΕΩΓΡ
- sediment trap (in waterbodies)
-
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
sedimentary material [ˈsedɪmentriməˌtɪəriəl], sediment [ˈsedɪmənt] ΟΥΣ
-
- Sediment
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
sediment of the lake ΟΥΣ
fine grain sediment ΟΥΣ
-
- feinkörniges Sediment
coarse grain sediment ΟΥΣ
-
- grobkörniges Sediment
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.