στο λεξικό PONS
pa·ram·eter [pəˈræmɪtəʳ, αμερικ -ət̬ɚ] ΟΥΣ usu pl
1. parameter ΦΥΣ ΕΠΙΣΤ:
2. parameter (set of limits):
- parameters pl
- Leitlinien pl
- parameters pl
-
re·gres·sion [rɪˈgreʃən] ΟΥΣ no pl
1. regression ΙΑΤΡ:
2. regression ΜΑΘ:
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
regression parameter ΟΥΣ CTRL
regression ΟΥΣ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
-
- Regression θηλ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- registry office
- regolith
- regram
- regress
- regression
- regression parameter
- regressive
- regret
- regretful
- regretfully
- regrettable