I. not·with·stand·ing [ˌnɒtwɪθˈstændɪŋ, αμερικ ˌnɑ:t-] τυπικ ΠΡΌΘ
- notwithstanding
- ungeachtet +γεν
II. not·with·stand·ing [ˌnɒtwɪθˈstændɪŋ, αμερικ ˌnɑ:t-] τυπικ ΕΠΊΡΡ
- notwithstanding
-
- notwithstanding
-
-
- notwithstanding τυπικ
-
- notwithstanding τυπικ
-
- notwithstanding τυπικ
- dessen ungeachtet τυπικ
- notwithstanding this τυπικ
- ... trotz zahlreicher Proteste
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- notions
- not legally binding
- notochord
- notoriety
- notorious
- notwithstanding
- nougat
- nought
- noughties
- noughts and crosses
- noun