στο λεξικό PONS
 
  
 I. in·dica·tive [ɪnˈdɪkətɪv, αμερικ -t̬ɪv] ΕΠΊΘ
1. indicative (suggestive):
2. indicative ΓΛΩΣΣ (not subjunctive):
-  indicative
-  indikativisch ειδικ ορολ
-  indicative sentence
-  
II. in·dica·tive [ɪnˈdɪkətɪv, αμερικ -t̬ɪv] ΟΥΣ ΓΛΩΣΣ
-  indicative
-  
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
 
  
 