στο λεξικό PONS
in·ad·equa·cy [ɪnˈædɪkwəsi] ΟΥΣ
1. inadequacy (trait):
- inadequacy
-
2. inadequacy no pl (quality):
- inadequacy
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
inadequacy ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
- inadequacy (von Währungsreserven)
- Unzulänglichkeit θηλ
reserve inadequacy ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
- reserve inadequacy
-
-
- inadequacy
-
- reserve inadequacy ενικ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.