grit·ty [ˈgrɪti, αμερικ -t̬i] ΕΠΊΘ
2. gritty (full of grit):
- gritty
-
3. gritty (brave):
4. gritty (frank):
- gritty article, documentary, report
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.