στο λεξικό PONS
dou·ble-ˈbar·relled, αμερικ dou·ble-ˈbar·reled ΕΠΊΘ
1. double-barrelled (having two barrels):
2. double-barrelled αμερικ, αυστραλ (having two purposes):
3. double-barrelled esp βρετ (hyphenated):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
zweigleisig ΕΠΊΘ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.