dory [ˈdɔ:ri] ΟΥΣ
1. dory (fish):
- John Dory
-
- John Dory
- Petersfisch αρσ
2. dory αμερικ ΝΑΥΣ (fishing boat):
- dory
- Dory ουδ
- dory
-
John Dory <pl -ries [or -]> [ˌʤɒnˈdɔ:ri, αμερικ ˌʤɑ:nˈ-] ΟΥΣ ΖΩΟΛ
- John Dory
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.