chiv·al·ry [ˈʃɪvəlri] ΟΥΣ no pl
1. chivalry (behaviour):
- chivalry
-
2. chivalry ΙΣΤΟΡΊΑ:
- chivalry
-
- chivalry
- Ritterschaft θηλ
3. chivalry (knights' code):
- chivalry
- Rittertum ουδ
-
- chivalry
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.