Oxford Spanish Dictionary
-
- chivalry
-
- literature of chivalry
στο λεξικό PONS
chivalry [ˈʃɪvlri] ΟΥΣ χωρίς πλ
1. chivalry (gallant behavior):
- chivalry
- caballerosidad θηλ
2. chivalry ΙΣΤΟΡΊΑ:
- chivalry
- caballería θηλ
chivalry [ˈʃɪv·əl·ri] ΟΥΣ
1. chivalry (gallant behavior):
- chivalry
- caballerosidad θηλ
2. chivalry ΙΣΤΟΡΊΑ:
- chivalry
- caballería θηλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.