στο λεξικό PONS
bear·ish [ˈbeərɪʃ, αμερικ ˈber-] ΕΠΊΘ
1. bearish ΧΡΗΜΑΤΙΣΤ:
2. bearish (grumpy):
- bearish
-
-
- bearish tone
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
bearish ΕΠΊΘ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
- bearish (Anlegerstimmung: in Erwartung fallender Kurse)
- bearish
- bearish (Anlegerstimmung: in Erwartung fallender Kurse)
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.