

I. as·cend·ant, as·cend·ent [əˈsendənt] ΟΥΣ no pl
II. as·cend·ant, as·cend·ent [əˈsendənt] ΕΠΊΘ ΑΣΤΡΟΛΟΓ
- ascendant
- aszendierend ειδικ ορολ


- Aszendent ΑΣΤΡΟΛΟΓ
- ascendant
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.