Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. ascendant [βρετ əˈsɛnd(ə)nt, αμερικ əˈsɛndənt] ΟΥΣ
II. ascendant [βρετ əˈsɛnd(ə)nt, αμερικ əˈsɛndənt] ΕΠΊΘ τυπικ
ascendant class, group:
- ascendant
-
στο λεξικό PONS
ascendant ΟΥΣ no πλ
- ascendant
- ascendant αρσ
- ascendant
- ascendant
ascendant ΟΥΣ
- ascendant
- ascendant αρσ
- ascendant
- ascendant
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- Aryan
- as
- ASA
- asap
- asbestos
- ascendant
- ascendency
- ascendent
- ascension
- Ascension Island
- ascent