Oxford Spanish Dictionary
-
- ascendant
-
- ascendant
στο λεξικό PONS
I. ascendant [əˈsendənt] ΟΥΣ χωρίς πλ τυπικ
II. ascendant [əˈsendənt] ΕΠΊΘ
- ascendant
-
-
- ascendant
I. ascendant [ə·ˈsen·dənt] ΟΥΣ τυπικ
II. ascendant [ə·ˈsen·dənt] ΕΠΊΘ
- ascendant
-
-
- ascendant
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.