στο λεξικό PONS
ad·journ·ment [əˈʤɜ:nmənt, αμερικ -ɜ:rn-] ΟΥΣ
1. adjournment (temporary stop):
- adjournment
-
2. adjournment no pl (until another day):
- adjournment
-
3. adjournment ΝΟΜ until +δοτ:
- adjournment (interruption)
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
adjournment ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
- adjournment (Verschiebung eines Verfahrens)
- Aussetzung θηλ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.