στο λεξικό PONS
ac·count·abil·ity [əˌkaʊntəˈbɪləti, αμερικ -t̬əˈbɪlət̬i] ΟΥΣ no pl
- accountability to
-
- accountability ΕΜΠΌΡ
-
-
- accountability
-
- accountability no πλ
-
- accountability
-
- accountability
-
- accountability
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
accountability ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
- accountability (Rechenschaftspflicht)
- Accountability θηλ
accountability ΟΥΣ ΑΝΘΡ ΔΥΝΑΜ
- accountability
-
accountability ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
- accountability
-
- accountability
- Überprüfbarkeit θηλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.