στο λεξικό PONS
VAˈT in·spec·tor ΟΥΣ βρετ
in·spec·tor [ɪnˈspektəʳ, αμερικ -ɚ] ΟΥΣ
1. inspector (person who inspects):
VAT [ˌviːeɪˈtiː] (value added tax) ΟΥΣ
value ˈadd·ed tax ΟΥΣ, VAT ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
VAT ΟΥΣ
VAT συντομογραφία: value added tax ΦΟΡΟΛ
-
- Mehrwertsteuer θηλ
VAT [ˌviːeɪˈtiː] (value added tax) ΟΥΣ
value ˈadd·ed tax ΟΥΣ, VAT ΟΥΣ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
VAT [ˌviːeɪˈtiː] (value added tax) ΟΥΣ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.
Αναζήτηση στο λεξικό
- vassal state
- vast
- vastly
- vastness
- vat
- VAT inspector
- VAT invoice
- VAT invoicing
- VAT-like
- VATman
- Vatnajökull