στο λεξικό PONS
Bar·aus·gleich ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
- Barausgleich
-
-
- Barausgleich αρσ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Barausgleich ΟΥΣ αρσ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
- Barausgleich (Ausbezahlung der Differenz zwischen Kauf- und Verkaufkontrakten)
-
-
- Barausgleich αρσ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- Baobab
- BAPT
- Baptist
- bar
- Bär
- Barausgleich
- Barauslagen
- Barausschüttung
- Barauszahlung
- Barbadier
- barbadisch