Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
wrongful dismissal ΟΥΣ U or C
- wrongful dismissal, arrest, imprisonment
-
wrongful [βρετ ˈrɒŋfʊl, ˈrɒŋf(ə)l, αμερικ ˈrɔŋfəl] ΕΠΊΘ ΝΟΜ
- wrongful dismissal, arrest, imprisonment
-
dismissal [βρετ dɪsˈmɪsl, αμερικ ˌdɪsˈmɪs(ə)l] ΟΥΣ
1. dismissal:
στο λεξικό PONS
dismissal ΟΥΣ no πλ
1. dismissal (disregarding):
2. dismissal (firing from a job):
3. dismissal (removal from high position):
-
- destitution θηλ
wrongful [ˈrɒŋfl, αμερικ ˈrɑ:ŋ-] ΕΠΊΘ
wrongful [ˈrɔŋ·f ə l] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- writ of execution
- writ of subpoena
- writ of summons
- written
- WRNS
- wrongful dismissal
- wrongfully
- wrong-headed
- wrongly
- wrote
- wrought