Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
wrongful [βρετ ˈrɒŋfʊl, ˈrɒŋf(ə)l, αμερικ ˈrɔŋfəl] ΕΠΊΘ ΝΟΜ
- wrongful dismissal, arrest, imprisonment
-
wrongful dismissal ΟΥΣ U or C
- wrongful dismissal
-
στο λεξικό PONS
wrongful [ˈrɒŋfl, αμερικ ˈrɑ:ŋ-] ΕΠΊΘ
- wrongful
-
-
- wrongful
wrongful [ˈrɔŋ·f ə l] ΕΠΊΘ
- wrongful
-
-
- wrongful
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.