Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
unreal [βρετ ʌnˈrɪəl, αμερικ ˌənˈri(ə)l] ΕΠΊΘ
1. unreal (not real):
2. unreal (unbelievable in behaviour):
- unreal οικ, μειωτ
-
- he's unreal!
-
3. unreal (amazingly good):
- unreal οικ
-
- the experience was unreal!
-
στο λεξικό PONS
unreal [ʌnˈrɪəl, αμερικ -ˈri:l] ΕΠΊΘ
2. unreal οικ (good):
- unreal
-
- irréel(le)
- unreal
unreal [ʌn·ˈril] ΕΠΊΘ
2. unreal οικ (good):
- unreal
-
- irréel(le)
- unreal
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.