Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
skillful ΕΠΊΘ αμερικ
skillful → skilful
skilful βρετ, skillful αμερικ [βρετ ˈskɪlfʊl, ˈskɪlf(ə)l, αμερικ ˈskɪlfəl] ΕΠΊΘ
1. skilful (clever):
skilful βρετ, skillful αμερικ [βρετ ˈskɪlfʊl, ˈskɪlf(ə)l, αμερικ ˈskɪlfəl] ΕΠΊΘ
1. skilful (clever):
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.