Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
skillfully ΕΠΊΡΡ αμερικ
skillfully → skilfully
skilfully βρετ, skillfully αμερικ [βρετ ˈskɪlfʊli, ˈskɪlf(ə)li, αμερικ ˈskɪlfəli] ΕΠΊΡΡ
1. skilfully (with ability):
2. skilfully (with agility):
skilfully βρετ, skillfully αμερικ [βρετ ˈskɪlfʊli, ˈskɪlf(ə)li, αμερικ ˈskɪlfəli] ΕΠΊΡΡ
1. skilfully (with ability):
2. skilfully (with agility):
στο λεξικό PONS
-
- skillfully αμερικ
-
- skillfully αμερικ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.