Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
radically [βρετ ˈradɪkli, αμερικ ˈrædək(ə)li] ΕΠΊΡΡ
- radically
-
- radicalement opposé, différent
- radically
- radicalement changer
- radically
- fondamentalement s'opposer, changer
- radically
- singulièrement augmenter, accroître, contraster
- radically
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.