Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
physical anthropology ΟΥΣ
anthropology [βρετ ˌanθrəˈpɒlədʒi, αμερικ ˌænθrəˈpɑlədʒi] ΟΥΣ
I. physical [βρετ ˈfɪzɪk(ə)l, αμερικ ˈfɪzɪk(ə)l] ΟΥΣ οικ
II. physical [βρετ ˈfɪzɪk(ə)l, αμερικ ˈfɪzɪk(ə)l] ΕΠΊΘ
1. physical (of the body):
στο λεξικό PONS
anthropology [ˌænθrəˈpɒlədʒɪ, αμερικ -ˈpɑ:lə-] ΟΥΣ no πλ
anthropology [ˌæn(t)·θrə·ˈpal·ə·dʒi] ΟΥΣ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.