Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
leisured [βρετ ˈlɛʒəd, αμερικ ˈliʒərd, ˈlɛʒərd] ΕΠΊΘ
1. leisured also μειωτ:
-  leisured
 -  
 
2. leisured tjrs προσδιορ → leisurely
I. leisurely [βρετ ˈlɛʒəli, αμερικ ˈliʒərli, ˈlɛʒərli] ΕΠΊΘ
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.