Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. ferment ΟΥΣ [βρετ ˈfəːmɛnt, αμερικ ˈfərˌmənt] (unrest)
II. ferment ΡΉΜΑ μεταβ [βρετ fəˈmɛnt, αμερικ fərˈmɛnt]
III. ferment ΡΉΜΑ αμετάβ [βρετ fəˈmɛnt, αμερικ fərˈmɛnt]
ferment wine, beer, yeast, fruit etc:
- ferment
-
στο λεξικό PONS
I. ferment [fəˈment, αμερικ fɚ-] ΡΉΜΑ μεταβ
II. ferment [fəˈment, αμερικ fɚ-] ΡΉΜΑ αμετάβ
III. ferment [fəˈment, αμερικ fɚ-] ΟΥΣ
1. ferment no πλ τυπικ (state of agitated excitement):
- ferment
- agitation θηλ
2. ferment no πλ → fermentation
fermentation [ˌfɜ:menˈteɪʃən, αμερικ ˌfɜ:r-] ΟΥΣ no πλ
I. ferment [fər·ˈment] ΡΉΜΑ μεταβ
II. ferment [fər·ˈment] ΡΉΜΑ αμετάβ
III. ferment [fər·ˈment] ΟΥΣ
1. ferment τυπικ (state of agitated excitement):
- ferment
- agitation θηλ
2. ferment → fermentation
fermentation [ˌfɜ·men·ˈteɪ·ʃ ə n] ΟΥΣ
| I | ferment |
|---|---|
| you | ferment |
| he/she/it | ferments |
| we | ferment |
| you | ferment |
| they | ferment |
| I | fermented |
|---|---|
| you | fermented |
| he/she/it | fermented |
| we | fermented |
| you | fermented |
| they | fermented |
| I | have | fermented |
|---|---|---|
| you | have | fermented |
| he/she/it | has | fermented |
| we | have | fermented |
| you | have | fermented |
| they | have | fermented |
| I | had | fermented |
|---|---|---|
| you | had | fermented |
| he/she/it | had | fermented |
| we | had | fermented |
| you | had | fermented |
| they | had | fermented |
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.