Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
constructive dismissal ΟΥΣ U
dismissal [βρετ dɪsˈmɪsl, αμερικ ˌdɪsˈmɪs(ə)l] ΟΥΣ
1. dismissal:
constructive [βρετ kənˈstrʌktɪv, αμερικ kənˈstrəktɪv] ΟΥΣ
constructive dismissal ΟΥΣ U
στο λεξικό PONS
dismissal ΟΥΣ no πλ
1. dismissal (disregarding):
2. dismissal (firing from a job):
3. dismissal (removal from high position):
-
- destitution θηλ
constructive [kənˈstrʌktɪv] ΕΠΊΘ
constructive [kən·ˈstrʌk·tɪv] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- constriction
- constrictor
- construct
- construction
- constructional
- constructive dismissal
- constructively
- constructor
- construe
- consul
- consular