Oxford Spanish Dictionary
dismissal [αμερικ ˌdɪsˈmɪs(ə)l, βρετ dɪsˈmɪsl] ΟΥΣ U or C
constructive [αμερικ kənˈstrəktɪv, βρετ kənˈstrʌktɪv] ΕΠΊΘ
constructive criticism/suggestion/advice:
στο λεξικό PONS
constructive [kənˈstrʌktɪv] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- constriction
- constrictive
- constrictor
- construct
- construction
- constructive dismissal
- constructively
- constructor
- construe
- consubstantiation
- consul