Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. aesthetic, esthetic αμερικ [βρετ iːsˈθɛtɪk, ɛsˈθɛtɪk, αμερικ ɛsˈθɛdɪk] ΟΥΣ
- aesthetic
- esthétique θηλ
II. aesthetic, esthetic αμερικ [βρετ iːsˈθɛtɪk, ɛsˈθɛtɪk, αμερικ ɛsˈθɛdɪk] ΕΠΊΘ
1. aesthetic sense, appeal:
- aesthetic
-
2. aesthetic design, arrangement:
- aesthetic
-
στο λεξικό PONS
aesthetic [i:sˈθetɪk, αμερικ esˈθet̬-] ΕΠΊΘ
- aesthetic
-
-
- aesthetic
-
- aesthetic
aesthetic [es·ˈθet̬·ɪk] ΕΠΊΘ
- aesthetic
-
-
- aesthetic
-
- aesthetic
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.