Σλοβενικά » Αγγλικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: zamisliti , misliti , razmisliti , pomisliti , osmisliti και odmisliti

I . zamísli|ti <-m; zamislil> ΡΉΜΑ στιγμ αυτοπ ρήμα zamísliti se

1. zamisliti (v kaj):

II . zamísli|ti ΡΉΜΑ στιγμ αυτοπ ρήμα

zamisliti zamísliti si στιγμ od zamišljati si:

Βλέπε και: zamíšljati si

zamíšlja|ti si <-m; zamišljal> ΡΉΜΑ εξακολ αυτοπ ρήμα (predstavljati si)

I . mísli|ti <-m; mislil> ΡΉΜΑ εξακολ αμετάβ

1. misliti (razmišljati):

2. misliti (imeti mnenje):

4. misliti:

I mean it

II . mísli|ti ΡΉΜΑ εξακολ αυτοπ ρήμα

razmísli|ti <-m; razmislil> ΡΉΜΑ στιγμ μεταβ

razmisliti στιγμ od razmišljati:

Βλέπε και: razmíšljati

razmíšlja|ti <-m; razmišljal> ΡΉΜΑ εξακολ αμετάβ

2. razmišljati μτφ (odločati se):

odmísli|ti <-m; odmislil> ΡΉΜΑ στιγμ μεταβ

osmísli|ti <-m; osmislil> ΡΉΜΑ στιγμ μεταβ

osmisliti στιγμ od osmišljati:

Βλέπε και: osmíšljati

osmíšlja|ti <-m; osmišljal> ΡΉΜΑ εξακολ μεταβ

pomísli|ti <-m; pomislil> ΡΉΜΑ στιγμ, εξακολ αμετάβ

1. pomisliti (spomniti se):

2. pomisliti (upoštevati):

3. pomisliti (izraža razburjenost):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский | Slovenščina