think about ΡΉΜΑ αμετάβ
1. think (have in one's mind):
-
think
-
premišljevati [στιγμ premisliti]
2. think (reflect):
-
think
-
razmišljati [στιγμ razmisliti]
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.