I.eletto [eˈlɛtto] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
eletto → eleggere
II.eletto [eˈlɛtto] ΕΠΊΘ
1. eletto (prescelto):
III.eletto (eletta) [eˈlɛtto] ΟΥΣ αρσ (θηλ)
1. eletto ΠΟΛΙΤ:
- eletto (eletta)
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.