Ελληνικά » Γερμανικά

I . χαραμί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [xaraˈmizɔ] VERB μεταβ

1. χαραμίζω (χρήματα, δυνάμεις, ζωή):

2. χαραμίζω (πουλώ):

χαραμοφάης [xaramɔˈfais], χαραμοφ|άς [xaramɔˈfas] <-άδες> SUBST αρσ, χαραμοφάγα [xaramɔˈfaɣa], χαραμοφάισσα [xaramɔˈfaisa] SUBST θηλ

χαραμάδα [xaraˈmaða] SUBST θηλ

χαρακτήρας [xarakˈtiras], χαραχτήρας [xaraxˈtiras] SUBST αρσ

2. χαρακτήρας (γραφικός):

Schrift θηλ

3. χαρακτήρας ΤΥΠΟΓΡ:

Type θηλ

χαράμι [xaˈrami] ΕΠΊΡΡ

παραμιλ|ώ <-άς, -ησα, -ημένος> [paramiˈlɔ] VERB αμετάβ

1. παραμιλώ (λέω ασυνάρτητα λόγια):

2. παραμιλώ (φλυαρώ):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский