Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „χαραμίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . χαραμί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [xaraˈmizɔ] VERB μεταβ

1. χαραμίζω (χρήματα, δυνάμεις, ζωή):

χαραμίζω

2. χαραμίζω (πουλώ):

χαραμίζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский