Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „χάραξη“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

χάραξ|η <-εις> [ˈxaraksi] SUBST θηλ

1. χάραξη (κόλλας):

χάραξη
Linieren ουδ
χάραξη
Linierung θηλ

2. χάραξη (σε επιφάνεια):

χάραξη
Gravieren ουδ

3. χάραξη μτφ (μελλοντικών):

χάραξη
Abstecken ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский